- πολυκυκλικός
- -ή, -ό, Ν1. χημ. ονομασία τών κυκλικών οργανικών ενώσεων, τών οποίων τα μόρια περιέχουν περισσότερους από έναν δακτυλίους2. ζωολ. (για παρθενογενετικά είδη ή είδη με εναλλαγή γενεών) αυτός στον οποίο η εμφάνιση αρρένων, συνεπώς και η γονιμοποίηση τών αβγών, συμβαίνουν πολλές φορές το έτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polycyclic < πολυ-* + κυκλικός (< κύκλος)].
Dictionary of Greek. 2013.